αστράφτω

αστράφτω
αστράφτω, άστραψα βλ. πίν. 15 (και ως απρόσ. αστράφτει)

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αστράφτω — αψα 1. βγάζω αστραπές: Πάλι άστραφτε χτες τη νύχτα. 2. λάμπω, γυαλίζω, λαμποκοπώ: Τα έκανες τα μπρούντζα κι αστράφτουν. 3. δίνω χτύπημα: Του άστραψε ένα χαστούκι που είδε τον ουρανό με τ άστρα. 4. «αστράφτω και βροντώ», βρίσκομαι στις δόξες μου,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αστράφτω — (AM ἀστράπτω) 1. απρόσ. αστράφτει φαίνεται αστραπή στον ουρανό 2. (προσ.) ρίχνω αστραπές, αστραποβολώ («αυτός π αστράφτει και βροντά και συννεφιά και βρέχει», «Οὐλύμπιος ἤστραπτεν, ἐβρόντα», Αριστοφ.) 3. λάμπω σαν αστραπή («αστράφτει το σπίτι… …   Dictionary of Greek

  • αστράπτω — αστράφτω* …   Dictionary of Greek

  • αμαρύσσω — ἀμαρύσσω (Α) (ενεργ. και μεσ.) αστράφτω, λάμπω, σπινθηροβολώ, ακτινοβολώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ προθεματικό και θ. μαρ (πρβλ. μαρμαίρω «φωτίζω, αστράφτω») + επίθημα ύσσω (πρβλ. θωΰσσω «γαβγίζω»). ΠΑΡ. αρχ. ἀμάρυγμα αρχ. μσν. ἀμαρυγή μσν. ἀμάρυξις] …   Dictionary of Greek

  • γανώ — γανῶ ( άω) (Α) 1. (για μέταλλα) λάμπω, αστράφτω 2. (για ανθρώπους) λάμπω από χαρά 3. (για φυτά) θάλλω («νάρκισσον γανόωντα», Όμ.) 4. γυαλίζω, στιλβώνω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού γάνυμαι*, με θέμα που λήγει σε έρρινο, αλλά χωρίς την… …   Dictionary of Greek

  • επαστράπτω — ἐπαστράπτω (Α) 1. αστράφτω πάνω σε κάτι ή απλώς αστράφτω («ἐνίοις ἐπήστραψε δεξιόν», Πλούτ., «σπινθῆρας ἐπαστράπτουσα», Νόνν.) 2. λάμπω …   Dictionary of Greek

  • στράφτω — Ν αστράφτω («κάθεται σα ζγουραφιστός και στράφτει μέσ στα κάλλη» Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αστράφτω, με σίγηση τού αρκτικού α (πρβλ. αστραπή: στραπή)] …   Dictionary of Greek

  • συνεκλάμπω — ΜΑ αστράφτω, ακτινοβολώ μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκλάμπω «αστράφτω, ακτινοβολώ»] …   Dictionary of Greek

  • άστραμμα — το [αστράφτω] η αστραπή …   Dictionary of Greek

  • αΐσσω — ἀΐσσω και ἄσσω (αττ. ᾄττω ή ἄττω) (Α) Ι. ενεργ. 1. (για κάθε απότομη ή βίαιη κίνηση) (και ως μέσο) κινούμαι ορμητικά, εκσφενδονίζομαι, εξακοντίζομαι, ορμώ, ρίχνομαι 2. εκπέμπω λάμψη, λάμπω, αστράφτω όπως το φως 3. (για οξύ πόνο) διαπερνώ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”